ὑψηλοτέρων

ὑψηλοτέρων
ὑψηλός
high
fem gen comp pl
ὑψηλός
high
masc/neut gen comp pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • καταπλάσσω — (Α, Μ και Α αττ. τ. καταπλάττω) βάζω κατάπλασμα, έμπλαστρο, μπλαστρώνω μσν. 1. διαμορφώνω, κατασκευάζω κάτι 2. επινοώ κάτι, σοφίζομαι αρχ. 1. επιχρίω, επαλείφω, καλύπτω με κάτι 2. μτφ. καταπραΰνω, μαλακώνω 3. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.)… …   Dictionary of Greek

  • κενό — (Φυσ.) Όρος που χρησιμοποιείται για να υποδειχθεί ένας συγκεκριμένος χώρος (ιδιαίτερα ένα κλειστό δοχείο), όπου η πυκνότητα της ύλης είναι πολύ χαμηλή. Στο εργαστήριο, η μέτρηση του κ. οδηγεί σε μια μέτρηση της πίεσης του αερίου που παραμένει στο …   Dictionary of Greek

  • παρακεντρίζω — Μ (συν. στο τρίτο πρόσ.) παρακεντρίζει (για λόγο) άπτεται, φέρεται παρά το κέντρο του («παρακεντρίζει ὁ λόγος τινὰς τῶν ὑψηλοτέρων ἐννοιῶν», Βασιλάκ.) …   Dictionary of Greek

  • πολιτισμός — Με το γενικό όρο «πολιτισμός» στη γλώσσα μας υποδηλώνονται δύο έννοιες, για τις οποίες οι άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες διαθέτουν ξεχωριστούς όρους:civilisationκαι culture. Αλλά κι εκεί, παρότι οι όροι είναι διαχωρισμένοι, τα όρια των δύο εννοιών δεν… …   Dictionary of Greek

  • τηλέφωνο — Το σύνολο των συσκευών και διατάξεων που απαιτούνται για την πραγματοποίηση μιας τηλεπικοινωνίας, κατά την οποία μεταβιβάζεται η ομιλία. Ένα τηλεφωνικό σύστημα αποτελείται βασικά από ένα μικρόφωνο, από ένα μέσο σύνδεσης, από ένα ακουστικό και από …   Dictionary of Greek

  • βαλλιστικά βλήματα — Ο όρος β.β. καθιερώθηκε στη σύγχρονη τεχνική ορολογία μετά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο και σημαίνει κινητά σώματα που εκτοξεύονται και διατηρούνται στην τροχιά τους με συστήματα αυτοπροώθησης και ενδοαντίδρασης ή με κινητήρες αντίδρασης διαφόρων… …   Dictionary of Greek

  • Βένετο — I (Veneto ή Venézia Euganea). Ιστορική και διοικητική περιφέρεια (18.365 τ. χλμ., 4.487.560 κάτ. το 2000) της ΒΑ Ιταλίας, στο ΒΑ γεωγραφικό διαμέρισμα της χώρας. Διοικητικά αποτελείται από επτά επαρχίες: Μπελούνο, Πάντοβα, Ροβίγκο, Τρεβίζο,… …   Dictionary of Greek

  • Γκουανταλκιβίρ — (Guadalquivir).Ποταμός (680 χλμ.) της νότιας Ισπανίας, που εκρέει στον Ατλαντικό ωκεανό, ο Baetis των Ρωμαίων και ο Ουάντι ελ Κεμπίρ (Μεγάλος Ποταμός) των Αράβων. Έχει λεκάνη απορροής 56.000 τ. χλμ. Πηγάζει σε ύψος 1.400 μ., μεταξύ της Σιέρα ντελ …   Dictionary of Greek

  • Γουέρντζγουερθ, Γουίλιαμ — (William Wordsworth, Κόκερμοθ, Κάμπερλαντ 1770 – Ρίνταλ Μάουντ, Γουεστμόρλαντ 1850). Άγγλος ποιητής. Γεννήθηκε στη γραφική περιοχή των λιμνών και μεγάλωσε στην εξοχή· γι’ αυτό και υπήρξε περισσότερο από κάθε άλλον ο ποιητής της φύσης και της… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”